Μια Φορά κι Έναν Καιρό...
...Ράλλυ Ακρόπολις!
Το Ακρόπολις, τρέχοντας την ιστορία του, πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Ξεκίνησε ως μια περιπέτεια αλα Παρίσι – Ντακάρ του οραματιστή Thierry Sabine και κατέληξε ως Ράλλυ Sprint του WRC. Επρόκειτο για μια φαεινή ιδέα του αείμνηστου Απόστολου Νικολαΐδη (προέδρου της τότε ΕΛΠΑ), του οποίου πρόταση το 1951 ήταν ένα περιπετειώδες ταξίδι 1.923 χιλιομέτρων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αθήνα – Τρίπολη – Λάρισα – Θεσσαλονίκη – Σέρρες – Καβάλα με επιστροφή και τερματισμό στην Αθήνα. Δύο χρόνια αργότερα ο αγώνας γίνεται διεθνής. Η απήχηση της ιδέας ήταν τέτοια ώστε το 1960 να συμπεριληφθεί στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και το 1973 να αγγίξει το απόγειο της αναγνώρισης εντασσόμενο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Οδηγών και Κατασκευαστών.
Διανύθηκε πολύς δρόμος από τότε, ο οποίος έδειξε το μέγεθος της θέλησης και της ικανότητας της φυλής μας. Δεν είναι τυχαίο ότι επανειλημμένως το «Ακρόπολις» ανεδείχθη ως ο αγώνας της χρονιάς από την διεθνή κοινότητα. «Ύστερα ήρθαν οι Μέλισσες» που γράφει κι ο Γιάννης Ξανθούλης. Εκείνοι που ανέλαβαν να παίξουν τον ρόλο του Θεού πριμοδότησαν και τον θάνατο – τιμωρία των αναμνήσεών τους. Το πνεύμα του αγώνα αλώθηκε ολοκληρωτικά. Η αίσθηση της περιπέτειας, της αντοχής, της συνύπαρξης, του αθλητικού πνεύματος, της ψυχικής αντοχής, της προσμονής, της επιμονής, της υπομονής και, εν κατακλείδι, της διεθνούς προβολής μιας πανέμορφης Ελλάδας και των ανθρώπων της, έχουν οριστικά διαγραφεί από τον χάρτη. Οι μοντέρνοι καιροί εξαντλούνται σε δέκα «φλαταδούρες» με «τέρμα γκάζι» αυτοκινήτων τεχνολογίας F1. Οι κάμερες επικεντρώνονται στα αυτοκόλλητα και στους χορηγούς, στα ραμμένα σήματα στις φόρμες των πληρωμάτων, στις στημένες ερωταπαντήσεις στα προκαθορισμένα «Παρκ φερμέ» και σ’ ένα συρφετό καλογυαλισμένων παραγόντων που προβάλουν την επιχειρηματικότητα των συμφερόντων τους. Lifestyle κι «Άγιος ο Θεός».
Δυστυχώς, η ιστορία εκφυλίζει την διαδοχή. Οι εποχές έχουν αλλάξει άρδην. Την τελευταία τριακονταετία η μορφή του αγώνα (υποχρεωτικά προσαρμοσμένη στις επιταγές της Διεθνούς Ομοσπονδίας) ελαχιστοποίησε το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό του φιλοθεάμονος κοινού, στερώντας του την δυνατότητα να τρέξει, να ξενυχτίσει και να ταλαιπωρηθεί στα ελληνικά βουνά, δίπλα σε ηρωικά πληρώματα μιας άλλης εποχής. Εκσυγχρονίστηκε! Κατά τις επιταγές των κατασκευαστών βεβαίως – βεβαίως. Η περιπέτεια των χιλιάδων χιλιομέτρων, η φυσική αντοχή των πληρωμάτων, το κουράγιο, το πείσμα, ο ενθουσιασμός των μελών των ομάδων και, τέλος – τέλος, ο άθλος του τερματισμού, όπως αυτός ενός Μαραθωνοδρόμου, εξέλιπαν.
Η διαρκής κατάρα του μηχανικού σπορ σε όλες τις εκφάνσεις του υπήρξε η προαιώνια αντιπαράθεση ρομαντισμού – εμπορικότητας. Γιατί; Μα είναι απλό και ηλίου φαεινότερον. Πρόκειται για το απόλυτο σημείο των καιρών. Ο ανθρώπινος παράγων καταδικάζεται σε δεύτερη μοίρα όταν η παγκόσμια βιομηχανία και ο ιθύνων νους της αποφασίζει να αναδείξει το προϊόν και όχι τους ανθρώπους της που εμπνέονται, σχεδιάζουν, δοκιμάζουν και εν τέλει συμμετέχουν ενεργά σ’ ένα όνειρο.
Το Ακρόπολις κατέστη παγκοσμίως γνωστό, καθιερώθηκε στην συνείδηση φιλάθλων και δημοσιογράφων, αγαπήθηκε από όλους τους «μικρούς θεούληδες» -όπως με πολλή αγάπη συνήθιζε να αποκαλεί ο Κώστας Στεφανής τους εκάστοτε παγκόσμιους πρωταθλητές- και κυρίως πρόβαλε με εμφαντικό τρόπο και ζωντανά χρώματα την ανυπέρβλητη ομορφιά του ελληνικού τοπίου, συμπεριλαμβανομένης της πατροπαράδοτης φιλοξενίας των ανθρώπων της υπαίθρου. Το «θα περάσουν τα ράλλια» ήταν κάθε χρόνο η φράση - κλειδί στο στόμα τους και καθόριζε την εορταστική εβδομάδα του έτους, όταν ο μισός πλανήτης διέσχιζε την μαγευτική γεωγραφική τους τοποθεσία και ένας σκασμός από εκπροσώπους της διεθνούς δημοσιογραφίας «ζωγράφιζε» με ανεξίτηλα χρώματα στα ΜΜΕ ανά την υφήλιο την μεγάλη περιπέτεια.
Από το «Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις» του εθνικού μας ποιητή έχουμε περάσει στο «ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά». Αναλογίζεται ο σημερινός μεσήλικας θεατής – παρατηρητής - δημοσιογράφος αν θα ξαναδεί ο μελλοντικός Έλληνας φαν του είδους έναν Ιαβέρη, έναν Σιρόκο ή έναν Τζίγγερ να πετάνε από ειδική σε ειδική και να διεκδικούν «στα ίσια» την πρωτιά της γενικής κατάταξης κάτω από αντίξοες συνθήκες, με μέσα σημαντικά υποδεέστερα των εργοστασιακών ομάδων, αφού παρείχε από το «πουθενά» μαγικές λύσεις η παροιμιώδης «ελληνική πατέντα».
Η μαγεία των παλαιοτέρων διοργανώσεων εστιαζόταν ακριβώς σ’ αυτό. Στο απρόβλεπτο που πήγαζε από τις τεράστιες αποστάσεις, την χρονική διάρκεια, τις νυχτερινές διαδρομές, την ιδιόμορφη φυσιολογία των βουνών μας, τις ανθρώπινες αντοχές στο σημείο θραύσης και φυσικά το ανυπέρβλητο χρώμα της ελληνικής Φύσης. Μ’ έναν μοναδικό τρόπο εξισωνόταν ο εργοστασιακός οδηγός με τον ιδιώτη.
Στο Ακρόπολις της καρδιάς μας πρωταγωνιστής ήταν ο άνθρωπος.
Στο Ακρόπολις των ημερών μας πρωταγωνιστής είναι το χρηματιστήριο αξιών.
Ως εκ τούτων, εκ των προηγουμένων, ευκόλως συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Ιστορικό Ακρόπολις αποτελεί το παρόν των ρομαντικών που πραγματικά αγαπούν το άθλημα χωρίς να κρυφοκοιτάζουν τον δείκτη Dow Jones. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη αποτελεί το διαρκώς αυξανόμενο πλήθος θεατών ανά έτος που παρακολουθεί την εξαιρετική αναβίωση του αγώνα σε ειδικές διαδρομές που έγραψαν ιστορία στην ψυχή τους και αυτοκίνητα στη θέα των οποίων κάποτε ρίγησε η καρδιά τους.
Όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, το Ιστορικό Ακρόπολις αποτελεί το μέλλον, υπενθυμίζοντας με στεντόρεια φωνή ότι η επιβαλλόμενη από την Διεθνή Ομοσπονδία μορφή του σύγχρονου Ακρόπολις μάλλον στραβά αρμενίζει.
Τελικώς, το Ακρόπολις που βίωσε η δική μου η γενιά συνοψίζεται σε τέσσερεις φράσεις του μυθικού Νίκου Γραμματικόπουλου:
«Για μένα δεν έχει σημασία ποιος κέρδισε ή τι έγινε παρακάτω. Η μερίδα μου είναι αυτές οι δύο – τρεις στροφές και το γεγονός που συμβαίνει μπροστά μου και το θαύμα που συμβαίνει μέσα μου. Τα λόγια φτωχά και ανήμπορα να πουν περισσότερα. Σαν ερωτικό μυστικό που δεν αποκαλύπτεται παρά μόνον από την εμπειρία».
Πέτρος Καστορίνης









